Δεν σας κάνω πλάκα. Αυτό συνέβη στ’ αλήθεια. Ίσως όμως να έκαναν σε μένα πλάκα. Αυτό δε το ξέρω. Σε αυτή τη χώρα που ζούμε όλα είναι πιθανά. Εάν θα γελάσετε ή θα νευριάσετε, ούτε αυτό το ξέρω. Εγώ κάθε φορά που θυμάμαι αυτό το περιστατικό, αντιδράω και διαφορετικά. Για να δούμε με τι διάθεση θα το αντιμετωπίσω αυτή τη φορά…
Ήμουν έξω από ένα σούπερ μάρκετ και περίμενα έναν φίλο μου που είχε μπει μέσα για να μου αγοράσει κάτι. Υπό άλλες συνθήκες θα έμπαινα κι εγώ, απλά εκείνη τη φορά είχε τόσο πολύ κόσμο που δε το ρίσκαρα.
Η ώρα όμως περνούσε κι ο φίλος μου πουθενά. Ήταν ακόμη κάπου στα μισά της ουράς για το ταμείο. Εγώ πηγαινοερχόμουν πέρα δώθε μπρος την είσοδο του μάρκετ για να περάσει η ώρα. Τότε είδα έναν σκουρόχρωμο τυπάκο, που την είχε πέσει εκεί δίπλα για ελεημοσύνη, να με κοιτάει έντονα. Για την ακρίβεια δεν με άφηνε λεπτό από τα μάτια του, τα οποία έκρυβαν κάτι σαν απορία. Ίσως να αναρωτιόταν ποιος από τους δυο μας ήταν σε χειρότερη θέση. Αυτός που δεν είχε τι να φάει και που να κοιμηθεί ή εγώ που ήμουν καθηλωμένος σε ένα ηλεκτρικό αμαξίδιο, ανίκανος να χρησιμοποιήσω τα χέρια και τα πόδια μου για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου;
Μη βιαστείτε όμως να απαντήσετε. Πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο ερώτημα. Και εκτός αυτού, δεν είναι και το ζητούμενο στην ιστορία αυτή. Αλλού κρύβεται το μυστικό της βλακώδους και συνάμα λογικής παρεξήγησης.
Όλα ξεκίνησαν όταν ένας καθωσπρέπει κύριος που τελείωσε με τα ψώνια του, έκανε να πάει στο αυτοκίνητο του με 3 σακούλες στα χέρια. Δε βιαζόταν και περπατούσε αργά. Πέρασε από δίπλα μου με ακόμη πιο αργό βήμα. Κάτι σκεφτόταν. Κοιτούσε μια το σκουρόχρωμο τυπάκο, μια εμένα. Τι στην ευχή προσπαθούσε να αποφασίσει, δεν είχα ιδέα. Τελικά διάλεξε. Έκανε δυο βήματα πίσω για να με περιεργαστεί καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά, δεν κράτησε το βλέμμα του για πολλά δευτερόλεπτα πάνω μου. Η εικόνα μου πιθανώς να του προκάλεσε κάτι μεταξύ ταραχής και στεναχώριας. Περίεργο πάντως γιατί είχα φτιάξει και το μαλλί μου εκείνη τη μέρα. Ακόμη πιο περίεργη όμως ήταν η ερώτηση που τελικά βρήκε το θάρρος να μου κάνει.
– Τα ψιλά που να τα βάλω; είπε κραδαίνοντας κάποια κέρματα μες την παλάμη του. Εγώ στην αρχή δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Έμεινα να τον κοιτάω σα χαζός.
– Τι πράμα; ρώτησα με γνήσια απορία, που δε κράτησε όμως για πολύ ακόμη. Τελικά κατάλαβα και ενστικτωδώς χαμογέλασα. Βιάστηκα ωστόσο γιατί η πλάκα συνεχίστηκε.
– Α, ωραία, μιλάς κιόλας! Τα ψιλά που στα αφήσω;;; ξαναείπε με φωνή ακόμη πιο βροντερή γιατί πιθανολογώ πως υπέθεσε ότι δεν ακούω καλά. Δεν θύμωσα μαζί του όμως καθόλου. Ασχέτως που με είδε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο και κατάλαβε ότι είμαι επαίτης, μουγκός και κουφός.
– Δώς΄τα στο φίλο δίπλα μου. Είμαστε ομάδα. Tου απάντησα ψύχραιμος και ωραίος, καθώς του έδειχνα τον σκουρόχρωμο τυπάκο δίπλα μου.
Φτάσαμε έτσι επιτέλους στο ερώτημα της προκείμενης ιστορίας.
Ποιος φταίει και γιατί;
Ούτε τώρα όμως πρέπει να βιαστείτε να απαντήσετε. Ρίξτε πρώτα μια ματιά στον καθρέφτη σας, στην οικογένεια σας, στο σχολείο σας, στη γειτονιά σας, σε αυτούς που ψηφίσατε κλπ… Όλο και κάποιος θα φταίει που συγχέουμε τα κινητικά προβλήματα με μία απ’ τις πιο τρομερές συμφορές που μπορεί να τύχει σε κάποιον.
Αλλά μη σκάτε για τίποτα. Μια παρεξήγηση είναι όλα…